- ἐπιθείην
- ἐπιθέωrun uponpres inf act (epic doric aeolic)ἐπιτίθημιlayaor opt act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… … Dictionary of Greek